- καπνοθάλαμος
- οχώρος πάνω από την εστία, στον οποίο εισρέουν τα θερμά αέρια της καύσης προτού φτάσουν στην καπνοδόχη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καπνοθάλαμος — ὁ εξάρτημα στους ατμολέβητες το οποίο βρίσκεται στην προέκταση τής εστίας ή πάνω από αυτήν και όπου εισέρχονται τα θερμά αέρια τής καύσης πριν φθάσουν στην καπνοδόχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + θάλαμος. Η λ. μαρτυρείται από το 1891 στον Σπυρ. Α.… … Dictionary of Greek
θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… … Dictionary of Greek
καπνός — I (Βοτ.). Ονομασία που αποδίδεται στο γένος Nicotiana, σε ορισμένα είδη αυτού του γένους και στα ξηραμένα φύλλα αυτών των φυτών. Από το είδος Nicotiana rustica παράγεται ο κ. σε ορισμένες περιοχές της Ευρώπης, ωστόσο το παγκόσμιο εμπόριο κ.… … Dictionary of Greek